- αλληλουίζω
- [αλληλούια]1. λέω άλλα λόγια από πριν, αλλαξογνωμώ2. μεταμελούμαι, μετανιώνω3. συγχύζομαι, τά χάνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλληλούια — I Εβραϊκή λέξη που σημαίνει «αινείτε τον Κύριον». Ήταν λειτουργικό επιφώνημα αγαλλίασης, το οποίο έψελνε ο χορός των Λευιτών και ανήκε στην ομάδα ψαλμών του Χαλέλ (ψαλμοί ριβ’ ριζ’ της ιουδαϊκής λειτουργίας) τους οποίους έψελναν στις γιορτές του… … Dictionary of Greek